ΚΟΥΡΔΙΖΩ
ΚΟΥΡΔΙΣΤΗΚΕ-ΤΟΝ ΚΟΥΡΝΤΙΣΑΝΕ ΓΙΑ ΚΑΒΓΑ
κ. κουρδίζω ρ. (κούρντ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) τεντώνω τις χορδές μουσικού οργάνου στον κατάλληλο τόνο | θέτω σε κίνηση μηχανισμό: κουρντίζω το ρολόι μου | (μτφ.) διοργανώνω: κουρντίσανε ένα σπουδαίο γλέντι | ερεθίζω, ιδ. με πειραχτικά λόγια: μην τον κουρντίζεις, γιατί θα σου ριχτεί | (μέσ.) κουρντίζομαι, στολίζομαι, φορώ τα καλά μου
(Τεγόπουλος - Φυτράκης – ΜΕΙΖΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ.)
Νομίζω ότι το κουρδίζω με την έννοια του ερεθίζω, ιδ. με πειραχτικά λόγια: μην τον κουρντίζεις, γιατί θα σου ριχτεί ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ με τις λοιπές εκφράσεις.
Βλ. Ιωαν. Σταματάκου ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
Σκοροδίζω =διατρέφω με σκόρδον // εις αλέκτρορας προοριζόμενους δια αλεκτορομαχίας δίδω ως κύρια τροφή (ολίγον προ της μονομαχίας)σκόρδον το οποίο τους παροξύνει προς την μάχην.
Το «σκοροδίζω» > τους σκοροδίζεις > τους κοροδίζεις > τους κορδίζεις> τους κουρδίζεις.
Η έκφραση είναι αρκετά παλιά για να μην έχει σχέση με το «θέτω σε κίνηση μηχανισμό» και φυσικά έχει πολύ λίγη σχέση με την προετοιμασία μουσικού οργάνου.
Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου