Κοιτάζω ή κυττάζωΗ ορθογραφία του ρήματος αυτού (που σημαίνει βλέπω, παρατηρώ) έχει δυο οπτικές γωνίες που βασίζονται στις δυο Σχολές που προσπάθησαν να ετυμολογήσουν την λέξη.
1η ΣχολήΒερναρδάκης [Ν. Ημέρα 1885, - Φιλήντας Γλωσσογνωσία - Ανδριώτης - Κουκουλές
Το ετυμολογουν από το «κοίτη» (χώρος ή έπιπλο όπου κοιμάται κανείς), όπου ξαπλωμένος παρατηρούσε ο στρατιώτης, φρουρός ή φύλακας.
2η ΣχολήΧατζηδάκης [«Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά» ], και ο Αδαμάντιος Κοραής [«Πρόδρομος Ελλ. Βιλιοθήκης»]
απο το κυπταζω (βλ. Πατάκη-Τζιράκη «Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής» στη λ. κυπταζω =κύπτω, ερευνώ)
Ας δουμε τον Σταματακο [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ.560]
Κυπτάζω, μέλ. -άσω. Θαμιστικόν του κύπτω= Κύπτω συνεχώς, σκαλίζω, μικροπραγμονώ, εξετάζω, ερευνώ λεπτομερώς γύρω από τι. πρβλ. κυττάζω).
Και αυτόθι [σ. 537]
Κοιτάζω βάλλω τινά εις την κοίτη (τ.ε. κλινην , να κοιμηθεί) κατακοιμίζω.
Το δικό μου σχόλιοΑσχετα απο τους νεολεληνίζοντας γλωσσαμύντορες που αυθαίρετα γράφουν ότι τους κατεβάζει η κούτρα τους, ερωτώ τον νοήμονα αναγνώστη : « Η παρατήρηση, σαν ενέργεια, έχει περισσότερη σχέση με τον ύπνο (κοιτάζω) η με το σκύψιμο ( κυττάζω από το κυπταζω) που κάνει κάποιος για να πλησιάσει το αντικείμενο που προτίθεται να παρατηρήσει;» Αλλαλούμ και των γονέων Το επίτομο Λεξικό του «Ηλίου» αναφέρει στην σελίδα 260 στο λήμμα κυτταζω (δημ.) άλλως κοιτάζω : βλέπω, παρατηρώ Ο Δ.Η. Οικονομιδης διευθυντής του Μεσαιωνικού αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, γράφει στην «Γραμματική της Ελληνικής Διαλέκτου του Πόντου στην σελ. 212 «κοιτάμενος -μένη -μενον = κλινήρης» Παρατηρείται ότι οι νεώτεροι βλ. Ν. ΒΑΡΜΑΤΖΗ [Μικρό Ερμηνευτικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας - Εκδ. Μαλλιαρης Παιδεια 1981 σ.409] που αναφέρει : κοιτάζω, 1. στρέφω τ6 βλέμμα σε κάτι ή κάποιον, βλέπω Κοιτάζω την όμορφη γυναίκα. 2. προσέχω, φροντίζω: Κοιτάζει τους γονείς του. 3. εξετάζω άρρωστο. Ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο. και αναιδέστατα παρακάτω ακολουθούν 4 ομορριζες λέξεις που δεν έχουν καμία σχέση με την παρατήρηση, κάνοντας το «κοιτάζω» να φαίνεται ακόμα πιο παράφωνο.:
κοίτασμα, το, στρώμα ορυκτών στην επιφάνεια της γης ή κάτω από αυτή.
κοίτη, ή, κοιλότητα τού εδάφους μέσα στην οποία ρέει ρυάκι ή ποτάμι.
κοιτίδα, ή, τόπος όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε κάτι, πατρίδα. γενέτειρα: Κοιτίδα τής φιλοσοφίας είναι ή Μίλητος.
κοιτώνας, ο, υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα
Οι Τεγόπουλος - Φυτράκης [Μείζον Ελληνικό Λεξικό] στην σελ. 597 γράφει χωρίς να ντρέπεται :
Κοιτάζω ρ. [από το αρχ. Κοιτάζω από το "κοίτη" ] βλέπω, παρατηρώ.
Λες και η κοίτη έχει καμία σχέση με το βλέμμα ή την παρατήρηση.
De gustibus
Ας δούμε ποιοι προτιμούν την γραφή κυττάζω
ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΑ
Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ' αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ' επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ' απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πια για να το αποκοιμίσει. -
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ' την δούλεψή της.
Κ. Π. Καβάφης
Σηκώνομαι τη χαραυγή γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κυττάζω τους διαβάταις,
κυττάζω τοις γειτόνισσαις και τοις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα μικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω
http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_xenitia_next.html
Γ. Βυζάντιος «Βαβυλωνία».
... ακούς με, τόσο τόσο δε συλλογιούμαι για ξένες έννοιες...· τήρα δω, το νιτερέσο μου κυττάζω, κι άρα πάρα, ήλιος...
http://www.mikrosapoplous.gr/extracts/bab/2-6.html
Γεροντικόν
Εγώ του αποκρίθηκε εκείνη μ' ετοιμότητα, κάνω αυτό που μου ταιριάζει. Από την πλευρά σου πλάστηκα, εσένα πρέπει να κυττάζω. Του λόγου σου όμως, που πλάστηκες από το χώμα, καλά θα κάνης να έχης διαρκώς το βλέμμα σου ριγμένο σ' αυτό.
http://www.geocities.com/lelefty/gerontik.htm
Εφαρμόστε και εσείς τα δικα σας γούστα. Επιλέξτε όποιο τρόπο γραφής γουστάρετε. Οι ορθογράφοι του Word θα σας δείχουν ως λάθος το σωστότερο "κυττάζω".
--------------------------------------------------------------------------------