ΚΟΥΡΔΙΣΤΗΚΕ-ΤΟΝ ΚΟΥΡΔΙΣΑΝΕ ΓΙΑ ΚΑΒΓΑ
Κουρδίζω ρ. (κούρντ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) τεντώνω τις χορδές ή κόρδες(1), μουσικού οργάνου στον κατάλληλο τόνο | θέτω σε κίνηση μηχανισμό: κουρντίζω το ρολόι μου | (μτφ.) διοργανώνω: κουρντίσανε ένα σπουδαίο γλέντι | ερεθίζω, ιδ. με πειραχτικά λόγια: μην τον κουρντίζεις, γιατί θα σου ριχτεί | (μέσ.) κουρντίζομαι, στολίζομαι, φορώ τα καλά μου (επιθ. Κορδωμένος)
(Τεγόπουλος - Φυτράκης – ΜΕΙΖΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ.)
Βλ. Ιωαν. Σταματάκου ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
Σκοροδίζω =διατρέφω με σκόρδον // εις αλέκτορας προοριζομένους δια αλεκτορομαχίας, δίδω ως κυρίαν τροφήν (ολίγον προ της μονομαχίας) σκόρδον το οποίο τους παροξύνει προς την μάχην.
Το «σκοροδίζω» > τους σκοροδιζεις > τους κοροδιζεις > τους κορδίζεις> τους κουρδίζεις.
Η έκφραση είναι αρκετά παλιά ώστε να μην έχει σχέση με το «θέτω σε κίνηση μηχανισμό» και φυσικά έχει πολύ λίγη σχέση με την προετοιμασία μουσικού οργάνου.
Σημείωση
1) Βιτσέντζου Κορνάρου:Ερωτόκριτος :
«Οι κόρδες του λαγούτου του πουλιά είν’ και κελαϊδούσι
και γιαίνουν τα τραγούδια του άρρωστο να τ’ ακούσει.»
2) Μήπως ο Γιάννης Κορδάτος ήταν Γιάννης Σκορδάτος και γι΄ αυτό τόσο μαχητικός και αγωνιστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου