Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

ΤΑ ΤΣΟΥΓΚΡΙΣΑΝΕ


Όταν πρόκειται για ποτήρια το τσούγκρισμα τους σημαίνει ανταλλαγή ευχών και πόση του ποτού κατόπιν. (Άντε γειά, στην υγεία μας ή καλή χρονιά κλπ). Είναι μια διαδικασία που γίνεται μεταξύ φίλων.





Ο ταν όμως κάποιοι τσακωθούν και χαλάσουν την σχέση τους γιατί λέμε πάλι "τα τσουγκρίσανε";
Το αρχικό ήταν τα τσιγρίσανε < μσν. τσιγρώνω <τιγρώνω < αποτιγρώνω = δείχνω τα δόντια μου όπως η τίγρη. Άρα άλλο τιγρίσανε τα δόντια και άλλο τσουγκρίσανε τά ποτήρια.

ΤΟΥ ΕΨΗΣΕ ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ


Η δημοφιλέστερη μέθοδος ψησίματος ψαριού από τις συζύγους. Σημαίνει τον στεναχώρησε, τον έπρηξε. Ο στεναχωρούμενος ανεβάζει την πίεση του αιματος του, εχει κάψα που λέμε και συνακόλουθα καυτή αναπνοή, τόσο καυτή που αν του βάλεις ένα ψάρι στα χείλη η αναπνοή του μπορεί να το ψήσει.

Αυτή η καυτή αναπνοή δημιούργησε μια άλλη έκφραση : Συνήθως φυσάμε την κουταλιά της σούπας για να κρυώσει. Οταν όμως μας έχει ψήσει το ψάρι στα χείλη, η αναπνοή μας είναι τόσο καυτή που φέρνει μηδενικό η αντίθετο αποτέλεσμα. Το φυσάμε και δεν κρυώνει.

ΤΑΖΕΙ ΛΑΓΟΥΣ ΜΕ ΠΕΤΡΑΧΗΛΙΑ


Πετραχήλι < Μσν. Περιτραχήλιον = αυτό που περιβάλλει τον τράχηλο, τον λαιμό.

Τέτοια πετραχήλια (λουριά σαν ζώνες) βάζουν στους τράγους , τους αρχηγούς (μπροστάρηδες, μπροσταρόκριους) των κοπαδιών μαζί με ένα κουδούνι. Από εκεί κατάντησε κάθε τέτοιο «κωδωνοφόρο» ζώο να θεωρείται εξαίρετο, υπέροχο.
Έτσι η έκφραση χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα στις προεκλογικές περιόδους, για να δηλώσει υπόσχεση παχυλή και εξαίρετη αλλά και σίγουρα ανεκπλήρωτη.
Να μην συγχέουμε αυτά τα κουδούνια, τα τιμητικά για το ζώο, με «της μπομπής τα κουδούνια» που τα κρεμούσαν κατά την διαπόμπευση ανθρώπων για να τους παρομοιάσουν με ζώα. Παρατίθεται εικόνα γιγαντιαίου λαγού άνευ πετραχηλιού μεν, πλην όμως επάξιου να το φορέσει.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

ΑΡΤΖΙΜΠΟΥΡΤΖΙ ΚΑΙ ΛΟΥΛΑΣ


Αρκετά εύηχη έκφραση που εκφράζει την κατάσταση στην οποία επικρατεί απόλυτος πανικός ή τρελή ανοργανωσιά. Γενικώς πολύ χύμα φάση και ό,τι να'ναι.

Αν διαβάσουμε τον Μπαμπινιώτη θα δουμε οτι
Προέρχεται από το μεσαιωνικό ουσιαστικό αρτσιβούριον, κι αυτό από το αρμενικό arats-havoth = μηνυτής, αγελιαφόρος. Αναφέρεται στην πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, στη διάρκεια της οποίας οι Αρμένιοι ακολουθούν αυστηρότατη νηστεία Οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν με εχθρότητα αυτή τη συνήθεια, μάλιστα η μονή Μάμαντος επέμενε στην κατανάλωση αυγών και τυριού κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, για να διαχωριστεί από την αίρεση των Αρτζιβουρίων.
Η λέξη κατέληξε να γίνει συνώνυμη με την αταξία και την πλήρη ακαταστασία, γιατί οι Βυζαντινοί προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την καθιέρωση αυτής της νηστείας, το έκαναν με πολλούς και συχνά παράλογους τρόπους με αποτέλεσμα να επικρατήσει σύγχυση.

Αργότερα στο αρτζιμπούρτζι προστέθηκε η λέξη λουλάς για να ενταθεί εκφραστικά η σύγχυση.

Ας με συγχωρήσει ο κ. Καθηγητης αλλά οποιαδήποτε άσχετη λέξη θα μπορούσε να προστεθεί εκεί πχ. λέξη γάτα ή ποτήρι ή κουκουνάρα (άρες μάρες κουκουνάρες) γιατί διαλέχτηκε ο λουλάς; Πως ο αγγελιαφόρος arats-havoth συνδεθηκε με το Τριώδιο, έγινε αρτσιμπούρτζι και απέκτησε το νόημα της ακαταστασίας! το "μπούρτζι" που βρέθηκε!

Κυκλοφορούν κι΄άλλες παρερμηνείες ή εκδοχές , οι οποίες δεν στηρίζονται πουθενά.

Ας προσθέσω και εγώ την δική μου:
Ενδεχομένως από τη λέξη "αρκεβούζιο".

Το arquebus ή harkbus ή hackbut από το ολλανδικό haakbus,μεταγλωττίστηκε στα ελληνικά σε "αρκεβούζιο". Σημαίνει "όπλο με γάντζο". Ήταν ένα πρωτόγονο πυροβόλο που χρησιμοποιήθηκε από τον 15ο ως τον 17ο αιώνα. Ο γάντζος ήταν ένα απαραίτητο σιδερένιο δίχαλο (βέργα ή σωλήνας ~1,5 μετρο σχηματος Υ) στο οποίο ακουμπούσε το ασήκωτο αρκεβούζι για να κάνει δυνατή την σκόπευση. Ο αρκομπουζιέρος κουβαλούσε και το αρκεβούζι και το δίχαλο.
Αναρωτιέμαι μήπως ο γάντζος λεγόταν και "λουλάς" από το τούρκικο lule που σημαίνει σωλήνας.(Αλλο θέμα αν η λέξη εξειδικεύτηκε κατόπιν και σημαίνει την άκρη του σωλήνα του ναργιλέ εκεί που μπαίνει το τουμπεκί. και μετα, εκ του μερους το ολον: Λουλάς=Ναργιλες)


Ο Διονύσιος Ρώμας στον "Περίπλου" του (Σοπρακόμιτος, Τομ Α . Σελ. 26) αναφέρει τον κάπο των αρκομπουζιέρων και ερμηνεύει = "αρχηγός των τουφεξήδων , που ήταν οπλισμένοι μ' ασήκωτα τσακμακοντούφεκα" (γύρω στο 1571 μΧ)


Είχα ακούσει πως κάποιοι οπλαρχηγοί απειλούσαν οτι "θα πάρουμε τα αρτσιμπουρτζια μας και τον λουλά μας και θα ..." αναφερόμενοι προφανώς στον οπλισμό τους.
Συμπέρασμα
Μετά από όλα αυτά πιθανολογώ ότι η έκφραση σημαίνει τον οπλισμό και την μετακίνησή του ή χρήση του, και επομένως την απειλή, την οχλαγωγία, την ένοπλη σύρραξη, την αναστάτωση.

Σχετικά: "Τα τσαμασύρια", Τα "σέα και τα μέα". "Τζάτζαλα μάντζαλα"

Υποσημείωση
Ο διάδοχός του αρκομπουζιού, το μουσκέτο, ήταν ένα φορητό πυροβόλο, κάπως μικρότερο από το αρκεβούζιο, και αυτο το κατέστησε ευκολότερο στη μεταφορά. Ήταν ο πρόδρομος του τουφεκιού και άλλων ατομικής χρήσης πυροβόλων όπλων. (Ο χρήστης του λεγόταν mousquetaire. (Βλ.A.Dumas Les 3 mousquetaires ελληνιστί οι 3 σωματοφύλακες).

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

ΓΡΙΒΑ ΣΕ ΘΕΛΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Κατά παράδοξο τρόπο οι βασιλόφρονες μεταπολεμικά θεωρούσαν ύμνο τους το «Γρίβα σε θέλει ο Βασιλιάς»
Και ίσως τον θεωρούν ακόμα. (δες Λεπτομέρειες στο http://www.youtube.com/watch?v=aDWUKY-gFQg )
(Γρίβας ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας-Διγενής Πρώην Αρχηγός της Χ, βασιλικός μέχρι το κόκαλο και αρχηγός της ΕΟΚΑ στην Κύπρο) .

Όμως ο στίχος Γρίβα μ', σε θέλει ο βασιλιάς προέρχεται από παλιότερο Δημοτικό Τραγούδι, όπου Γρίβας είναι ο Θοδωράκης Γρίβας (Ξηρομερίτης οπλαρχηγός και καπετάνιος) και Βασιλιάς ο Όθωνας.
Η δε απάντηση του μακαρίτη Θοδωράκη Γρίβα κάθε άλλο παρά φιλοβασιλική ήταν:

Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
μας ήρθε κι ο χινόπωρος πικρός φαρμακωμέvος.
Μας ήρθε ο Φράγκος βασιλιάς, μας ήρθε Βαυαρέζος.
Παίρνει και γράφει διαταγές σ' όλα τα βιλαέτια,
γράφει και μια ξεχωριστή του Θοδωράκη Γρίβα.
Γρίβα μ', σε θέλει ο βασιλιάς,
Τι να με θέλει ο κερατάς,
Τι να με θέλει ο Φράγκος;

Εάν με θέλει για καλό,
να πάω με τ' άλογό μου,
κι αν με θέλει για κακό,
να πάρω τ' άρματά μου.


Το ποίημα έχει υποστεί αλλοιώσεις. Δεν μιλάει ποτέ έτσι ο Βασιλιάς ο ίδιος για τον εαυτό του. Ουτε χρησιμοποιούσαν τον όρο "βιλαέτια" επί Οθωνα. Ψάχνω για πιο παλαιά εκδοσή του. Θυμάμαι ότι έλεγε ¨"Γρίβα μ΄σε θέλει ο βασιλιάς (ο Σουλτάνος) και σου 'πεψε φιρμάνι".
Πάντως αξιοσημείωτη είναι η ταύτιση των Φράγκων με του Ξένους στην λαϊκή αντίληψη.
Έχω την εντύπωση πως ο Θοδωράκης Γρίβας έγινε κατόπιν υπασπιστής του Κερατά Φράγκου Όθωνα. Θα το ψάξω. Μέχρι τότε μη δώσετε πίστη στους Γριβαίους!

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Η ΣΑΡΑ Η ΜΑΡΑ

Η "σάρα" προέρχεται από το σαρώνω (όσα σέρνει η σκούπα(1), το σάρωθρο) [Ανδρ.316] το ακολουθούν «μάρα» θυμίζει τις συνήθεις επαναλήψεις από τα τούρκικα(2). Πρβ. Το λεφωρειακό επεισόδιο:
Επιβάτης: «Κουνήσου κυρά μου»
Η "Κυρά του": «Κουνήσου-μουνήσου εγώ δεν ξέρω, θα κουνηθώ όποτε θέλω εγώ».


Η «Σάρα και η Μάρα» υποδηλοί αποβράσματα, απορρίμματα, σκουπίδια της κοινωνίας (με μεταφορική έννοια, πράγμα που τονίζει εκφερόμενο το προαιρετικό συμπλήρωμα «... και το κακό συναπάντημα»).
Πάντως η έκφραση βάφτισε τις δυο γάτες του φίλου και συμ-προσκόπου Ηλία Μαμαλάκη. Τις βάφτισε Σάρα και Μάρα. Για το "Μάρα" ίσως ξέρει και ο, μακάρια τη πολτική λήξει, κ. Ρουσόπουλος. Η ίδια έκφραση δημιούργησε και ιστοχώρο: τον www.sara-mara.gr


-----------------------------------------------------------------------------------
(1) εξ΄ άλλου και η έκφραση άκουσε "όσα σέρνει η σκούπα" υπονοεί βρώμικα λόγια, ύβρεις.
(2)μ- [m] : (προφ.) πριν από το αρχικό φωνήεν της λέξης που προηγείται ή στη θέση του αρχικού συμφώνου ή των αρχικών συμφώνων· σε περιστασιακή σύνθεση και συνήθ. σε πρόταση που εμπεριέχει άρνηση, για να δηλώσει κατηγορηματικά ο ομιλητής την απόλυτη διαφωνία και αποδοκιμασία του στα λόγια, στην πρόταση ή στην απαίτηση του συνομιλητή του π.χ.: Kομμένα τα έξω μέξω, δεν πρόκειται να ξαναβγείς έξω. Έχω βαρεθεί να βλέπω κάθε τόσο τα σόγια και τα μόγια. Άρες μάρες, Ξανά μανά, τζάντζαλα μάντζαλα.

[τουρκ. πρόθημα αναδιπλ. m-, πριν από το αρχικό φωνήεν της λέξης που προηγείται ή στη θέση του αρχικού συμφώνου της, στη σημ.: `και τα παρόμοια΄, π.χ. τουρκ. ağaç mağaç `δέντρα ξε-δέντρα΄, partiler martiler `κόμματα ξε-κόμματα΄, χικ μικ < τουρκ. hιk mιk (σύγκρ. ξε-IV)]

ΤΟ ΠΙ ΚΑΙ ΦΙ

Το πι και φι, κατά τινας, δηλοί «του Παλουκιού και της Φούρκας (κρεμάλας)» δηλαδή κακοποιά στοιχεία.
Η χρήση της έκφρασης είναι λίγο περίεργη. Συνήθως λέμε για κάτι πως έγινε "στο πι και φι". Δηλαδή σύντομα, αμέσως.
Τι σχέση έχουν οι του παλουκιού και της φούρκας την ταχύτητα;
Ίσως αυτοί οι του Π&Φ τακτοποιούσαν ταχύτερα τις υποθέσεις του εργοδότου τους με συνοπτικές διαδικασίες. (Θα δείτε περισσότερα στο «Το εγχειρίδιο του καλού Πικεφίτη» υπο Α. Στουγιαννίδη Υπό Έκδοση 2013).

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

ΚΟΥΡΔΙΖΩ


ΚΟΥΡΔΙΣΤΗΚΕ-ΤΟΝ ΚΟΥΡΔΙΣΑΝΕ ΓΙΑ ΚΑΒΓΑ

Κουρδίζω ρ. (κούρντ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) τεντώνω τις χορδές ή κόρδες(1), μουσικού οργάνου στον κατάλληλο τόνο | θέτω σε κίνηση μηχανισμό: κουρντίζω το ρολόι μου | (μτφ.) διοργανώνω: κουρντίσανε ένα σπουδαίο γλέντι | ερεθίζω, ιδ. με πειραχτικά λόγια: μην τον κουρντίζεις, γιατί θα σου ριχτεί | (μέσ.) κουρντίζομαι, στολίζομαι, φορώ τα καλά μου (επιθ. Κορδωμένος)

(Τεγόπουλος - Φυτράκης – ΜΕΙΖΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ.)

Νομίζω ότι το κουρδίζω με την έννοια του ερεθίζω, ιδ. με πειραχτικά λόγια: μην τον κουρντίζεις, γιατί θα σου ριχτεί ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ με τις λοιπές εκφράσεις.

Βλ. Ιωαν. Σταματάκου ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ

Σκοροδίζω =διατρέφω με σκόρδον // εις αλέκτορας προοριζομένους δια αλεκτορομαχίας, δίδω ως κυρίαν τροφήν (ολίγον προ της μονομαχίας) σκόρδον το οποίο τους παροξύνει προς την μάχην.

Το «σκοροδίζω» > τους σκοροδιζεις > τους κοροδιζεις > τους κορδίζεις> τους κουρδίζεις.

Η έκφραση είναι αρκετά παλιά ώστε να μην έχει σχέση με το «θέτω σε κίνηση μηχανισμό» και φυσικά έχει πολύ λίγη σχέση με την προετοιμασία μουσικού οργάνου.


Σημείωση

1) Βιτσέντζου Κορνάρου:Ερωτόκριτος :
«Οι κόρδες του λαγούτου του πουλιά είν’ και κελαϊδούσι
και γιαίνουν τα τραγούδια του άρρωστο να τ’ ακούσει.»

2) Μήπως ο Γιάννης Κορδάτος ήταν Γιάννης Σκορδάτος και γι΄ αυτό τόσο μαχητικός και αγωνιστής


ΣΥΝΑΧΙ


Από το αρχ. κυνάγχη < κυων(σκύλος)+ άγχω (πνίγω). Κυριολεκτικά σημαίνει το λουρί (λαιμαριά) σκύλου. Η λαιμαριά πνίγει, εμποδίζει να αναπνεύσει όποιον την φοράει.

Τα ίδια συμπτώματα έχει και το συνάχι: Την δυσκολία να αναπνεύσεις. Το "συν" ως συνηθέστερο αντικατέστησε το "κυν" και φθάσαμε στο σημερινό συνάχι.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

ΞΕ ΚΑΙ ΞΕΚΟΥΜΠΙΣΟΥ

ξεκουμπίζομαι - ξεκουμπίσου
Φεύγω βιαστικά και ολοκληρωτικά.
Το "ξε" είναι στερητικό πρόθεμα, κάτι σαν το στερητικό "α" (άγονος,άσχετος, αθάνατος). Έτσι λέμε "είπα και ξείπα", αλλά και "Ξέπαπα" λένε στην Κρήτη τον αποσχηματισμένο παπά. Υπάρχει και επώνυμο Ξεπαπαδάκης.
Το "ξε" είναι έχει και επιτατικό (ενισχυτικό) χαρακτήρα. Προέκυψε απο την πρόθεση εκ/εξ με αντιμετάθεση των γραμμάτων. Πχ. ξεπέφτω< αρχ. εξέπεσα, ξεδίνω από το αρχ. εξέδωσα. Το δεύτερο συνθετικό του ξεκουμπίσου δεν έχει σχέση με το κουμπί. Όταν φεύγω δεν ξεκουμπώνομαι μάλλον κουμπώνομαι αφού θα βγω έξω. Ο Φ. Κουκουλές (Αθηνά 56,313) πιθανολογεί ότι η λέξη προέρχεται από το αρχ. εκ-κομίζω που εξελίχθηκε σε ξε-κομιζω και σε ξεκομ[π]ίζω και σε ξεκουμπίζω και τέλος σε ξεκουμπίζομαι. Πολύ τραβηγμένη ερμηνεία όμως. Ο Σταματάκος (Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ. 317) ερμηνεύει εκ-κομιζω= κομίζω, φέρω άγω έξω. Μεταφέρω εις τόπον ασφαλή. Πουθενά δεν βρήκα τι σημαίνει η παθητική φωνή (εκκομιζομαι). Θα σήμαινε κάποιος τρίτος με εκκομίζει πράγμα που δεν ταιριάζει με το σημερινό "ξεκουμπίσου". Ο Κριαράς αναφέρει: ακουμπώ· ακομπώ.Α΄ Aμτβ. 1) Στηρίζομαι: κρατώντας το ραβδάκι ν’ ακουμπάω Bοσκοπ. 320. 2) Aγγίζω: Διήγ. Aλ. V 52. Β΄ (Mτβ.) τοποθετώ: Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. α΄ [38]. [<μτγν.(;) ακουμβέω (DGE· πβ. όμως L-S Suppl., λ. ακκουμβίζω και LBG, λ. ακούμβω). H λ. στο Du Cange (λ. ακουμβίζω) και σήμ.]

Εμένα μου φαίνεται ότι δημιουργείται από το ξε(στερητικό)+[α]κουμπίζω απο το μεσν. ακουμπίζω απο το λατ. accumbo κατακλίνομαι. Άρα παύω να κάθομαι κάπου, δηλαδή αναχωρώ. Ετσι διακιολογείται και το γιώτα στην ορθογραφία. Αλλοιως θα γράφαμε ξεκουμπήσου.
πρβλ. accubitoria ad catacumbas = κοιμητήρια σε κατακομβες.
Επισης στο Βυζαντινό Παλάτιον ήταν γνωστή η αίθουσα των ιθ ακκουβίτων.(accubitus=ανάκλιντρο, καναπές).


Στον πρώτο νικητή, τον «συμπερέστην», ό Βασιλεύς έδιδε δύο χρυσά νομίσματα και στον δεύτερο ένα. Ακόμη οι νικηταί εκαλούντο και έτρωγαν στα ανάκτορα «επί τής κρείττονος θέσεως των ακκουβίτων».
(βλ. Περιοδικο Ιστορια τευχ. 67 O ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ)

βλ. "Ν.Π. Ανδριώτη Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής"

Πρβλ. "Δεν έχω πια που να ακουμπίσω".
Συχνός είναι επίσης ο διάλογος:
- Που νά το βάλω το μπουκάλι ;
- Ακούμπισέ το στο τραπέζι (αν ο απαντών διαθέτει την απαιτούμενη ευπρέπεια).